-
1 τρυφάω
A live softly, luxuriously, fare sumptuously,, ἐν ἀγκάλαις μητρὸς τρυφῆσαι, of a child, E. Ion 1376, cf. Ba. 969;τ. ἐν ταῖς ἐσθῆσι Isoc.2.32
;τ. καὶ μεγαλοπρεπῶς διαιτᾶσθαι X.Ath.1.11
;λευκὸς ἄνθρωπος, παχύς, ἀργός.., εἰωθὼς τρυφᾶν Sosicr. 1
, cf. Ep.Jac.5.5, Gal.6.416, etc.;παῖσον, τρύφησον, ζῆσον· ἀποθανεῖν σε δεῖ Epigr.Gr.362.5
(Cotiaeum, ii/iii A. D.).2 part. τρυφῶν as Adj., effeminate, luxurious, Ar.Nu.48, etc.;τ. καὶ ἀμελής Pl.Lg. 901a
; effeminacy,Ar.
V. 1455 (lyr.); also of things, dainty, delicate,βασιλικὴ καὶ τρυφῶσα παιδεία Pl.Lg. 695d
;ἀσπίδα.. τρυφῶσαν Aristopho 14
, cf. Antiph.52.10 (troch.);ἄρτοι τ. Alc.Com.5
.II to be licentious, run riot, wax wanton, Ar.Lys. 405, etc.; to be extravagant, opp. γλίσχρως ζῆν, Arist.Pol. 1266b26.III give oneself airs, be dainty, fastidious,ἆρ' οὐ τρυφῶμεν..., οἷσιν οὐκ ἀρκεῖ τάδε; E.Supp. 214
; τ. δ' ὁ δαίμων is fickle, ib. 552; to hang back,Pl.
Euthphr. 11e, cf. La. 179d, Alc.1.114a; spoiled pets,Id.
Men.76b; ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τ. καὶ κολακεύεσθαι, of the people, D.8.34;οὐκ ἀνεκτὸν εἶναι.. αἰχμάλωτον οὖσαν τρυφᾶν Id.19.197
; τρυφῶσιν ἕτεροι πρὸς ἑτέρους, of philosophers, Alex.221.14; followed by a modifying clause, νῦν δὲ τρυφᾷς διότι .. Pl.Prt. 327e;ἐν ταῖς.. ἑτέρων.. ἀτυχίαις τ. Euphro 12
; later, τ. κατά τινος make sport of.., Him.Ecl.12.2.
См. также в других словарях:
τρυφώ — τρυφῶ, άω, ΝΜΑ [τρυφή] 1. ζω μέσα στην τρυφή, ζω τρυφηλό βίο μσν. αρχ. αντλώ χαρά και ευχαρίστηση από κάτι αρχ. 1. ζω μέσα στην ακολασία και στην ασωτεία 2. ξοδεύω πολλά, είμαι σπάταλος 3. περηφανεύομαι, επαίρομαι 4. (η μτχ. ενεστ. ως επιθ.)… … Dictionary of Greek